διπλαρώνω — διπλαρώνω, διπλάρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διπλαρώνω — διπλάρωσα, διπλαρώθηκα, διπλαρωμένος, πλησιάζω υστερόβουλα, πλευρίζω: Με διπλάρωσε για να μου ζητήσει δανεικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιπλάριστος — και αδιπλάρωτος, η, ο [διπλαρώνω] 1. (για πλοία κ.λπ.) αυτός που δεν διπλάρωσε, δεν πλεύρισε, ο απλεύριστος 2. αυτός που δεν τόν έχουν πλευρίσει για να τού αποσπάσουν κάτι … Dictionary of Greek
διπλάρωμα — το [διπλαρώνω] το να διπλαρώνει κανείς κάποιον … Dictionary of Greek
πλευρίζω — Ν [πλευρό] 1. (για πλοίο) δένω, αράζω στο πλευρό τής προκυμαίας ή άλλου πλοίου 2. πλησιάζω κάποιον για να επιτύχω προσωπικό κέρδος, διπλαρώνω … Dictionary of Greek
πλευρίζω — πλεύρισα 1. για πλεούμενα, αγκυροβολώ, πλησιάζω με την πλευρά παράλληλα στην προκυμαία ή πλάι σε άλλο πλοίο: Τη νύχτα πλεύρισε μια βάρκα στην ερημική ακτή και πήρε δυο άτομα. 2. για πρόσωπα, πλησιάζω κάποιον με τρόπο, διπλαρώνω: Τον πλεύρισε και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)